θηριώδεις

θηριώδεις
θηριώδης
full of wild beasts
masc/fem acc pl
θηριώδης
full of wild beasts
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νομή — (Νομ.). Η κατοχή (φυσική εξουσίαση) του πράγματος όταν συντρέχει με τη θέληση του εξουσιάζοντος να έχει το πράγμα αυτό δικό του. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις είναι απαραίτητες και αποτελούν το σωματικό (corpus) και το πνευματικό (animus) στοιχείο… …   Dictionary of Greek

  • ξεκουκούλωτος — η, ο [ξεκουκουλώνω] 1. ξεσκούφωτος, ξεσκέπαστος, ασκεπής 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ξεκουκούλωτοι θηριώδεις ένοπλοι Τούρκοι στην πριν από την επανάσταση τού 1821 Κρήτη, οι οποίοι έβγαζαν το κουκούλι τους, δηλαδή το φέσι τους, κατά τις… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • θηριώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που μοιάζει με θηρίο ή ταιριάζει σε θηρίο: Θηριώδεις πράξεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”